- προέκπτωση
- η / προέκπτωσις, -ώσεως, ΝΑνεοελλ.η πώληση προϊόντων σε μειωμένη τιμή πριν από τη συνήθη περίοδο εκπτώσεωναρχ.η υπέρβαση τών ορίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προεκπίπτω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. < προ-* + έκπτωση].
Dictionary of Greek. 2013.